καρυδιά

καρυδιά
Δέντρο της οικογένειας των γιουγλανδιδών (δικοτυλήδονα). Ως τόπος καταγωγής της αναφέρεται η Ασία· ωστόσο, η άγρια κ. βρίσκεται αυτοφυής στα όρη της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας, καθώς και σε όλες τις χώρες που εκτείνονται από τη νοτιοδυτική Ευρώπη μέχρι την Κασπία. Η εξημερωμένη μορφή της καλλιεργείται σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στα βόρεια. Η κ. είναι από τα πιο ενδιαφέροντα καρποφόρα δέντρα. Καλλιεργείται για τους εδώδιμους καρπούς της και το εξαίρετο ξύλο της, που είναι συμπαγές και ελαστικό, ιδιαίτερα κατάλληλο για την κατασκευή επίπλων. Η κόμη της είναι μεγαλοπρεπής, ευρεία, σφαιρική, με φύλλα σύνθετα από 5-9 φυλλάρια, ωοειδή, σκουροπράσινα, με ευχάριστη μυρωδιά. Τα άνθη της δεν είναι εντυπωσιακά· τα αρσενικά σχηματίζουν ίουλους, οι οποίοι γέρνουν προς τα κάτω και αργότερα μαυρίζουν και πέφτουν, ενώ τα θηλυκά είναι ενωμένα ανά 2-4 στα άκρα των βλαστών. Η επιστημονική ονομασία της κ. είναι γιούγλανς η βασιλική. Οι καρποί της –τα καρύδια– είναι ωοειδείς ή σφαιρικές δρύπες, με σαρκώδες πράσινο περικάρπιο και σκληρό, ξυλώδες ενδοκάρπιο, που αποτελείται από δύο τμήματα και περικλείει το σπέρμα ή ψίχα, χωρισμένο σε 4 λοβούς. To σπέρμα είναι ελαιώδες, πολύ περιεκτικό σε θρεπτικές ουσίες και εύγευστο. Τα καρύδια καταναλώνονται κυρίως σαν ξηροί καρποί και λιγότερο όταν είναι φρέσκα. Με έκθλιψη της ψίχας εξάγεται έλαιο που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, ενώ το υπόλειμμα της έκθλιψης αποτελεί άριστη κτηνοτροφή με θρεπτικές ιδιότητες. Υπάρχει πλήθος ποικιλιών κ., που κατατάσσονται σε δύο μεγάλες ομάδες: στις σκληροκέλυφες και στις μαλακοκέλυφες (αφράτες). Οι ελληνικές ποικιλίες, πολλές από τις oποίες είναι αξιόλογες, χαρακτηρίζονται κυρίως από την ονομασία του τόπου καλλιέργειάς τους, για παράδειγμα ανδριώτικη, αγιορείτικη, σελίτσανης, καρπενησιώτικη κλπ. άγρια κ. Φυτό της οικογένειας των σιμαρουβιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι αίλανθος ο αδενώδης. Είναι δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 8-20 μ., με τρυφερούς χνουδωτούς βλαστούς και φτερωτά φύλλα, με 11 έως 27 ωοειδή ή λογχοειδή φυλλάρια. Χρησιμοποιείται για δεντροστοιχίες, εξαιτίας της εύκολης ριζοβολίας, της γρήγορης ανάπτυξής του σε όλα σχεδόν τα εδάφη και της ανθεκτικότητάς του στα έντομα, στο κρύο, στην ξηρασία, στη σκόνη των δρόμων και στους καπνούς των εργοστασίων. Πολλαπλασιάζεται με σπορά και με παραφυάδες. Καρυδιά της ελληνικής υπαίθρου σε πλήρη ανάπτυξη. Καρποί καρυδιάς.
* * *
η [καρύδι]
1. κοινή ονομασία τού γένους φυτών Γιούγκλανς και ιδιαίτερα τού είδους Juglans regia
2. το ξύλο τών φυτών αυτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρυδιά — η το δέντρο καρυδιά και το ξύλο της: Οι καρυδιές έχουν χοντρούς κορμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρύδια — καρύ̱δια , καρύδιον small nut neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρύδια κόλας — Φαρμακευτική δρόγη, που προέρχεται από τα σπέρματα φυτών του γένους κόλα (κυρίως από την κόλα την ακιδωτή) της τροπικής Αφρικής. Αν και δεν συνηθίζεται πλέον, χρησιμοποιείται ωστόσο ακόμα και από τους ιθαγενείς ως διεγερτικό και κατά της κόπωσης …   Dictionary of Greek

  • καρυδάτος — η, ο (Μ καρυδᾱτος, η, ον) νεοελλ. 1. αυτὸς που έχει το σχήμα ή το μέγεθος καρυδιού 2. αυτὸς που παρασκευάζεται από καρύδια («γλυκὸ καρυδάτο») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρυδᾱτον γλύκισμα απὸ καρύδια και ζάχαρη ή μέλι. επίρρ... καρυδάτα (Μ) με… …   Dictionary of Greek

  • αρράβδιστος — η, ο 1. (για δέντρο) αυτό που δεν έχει ραβδιστεί για να πέσουν οι καρποί του («καρυδιά ή ελιά αρράβδιστη») 2. (για καρπό) αυτός που δεν έχει μαζευτεί με ραβδισμό («καρύδια αράβδιστα») …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • θεοβρωμίνη — Αλκαλοειδής βάση του τύπου C7H2Ο2N4. Περιέχεται στους σπόρους του καρπού του κακαόδεντρου και στα καρύδια του φυτού κόλα. Παρασκευάζεται επίσης και συνθετικά. Οι πρώτες ύλες (σπόροι και καρύδια) κατεργάζονται με οξείδιο του ασβεστίου και με… …   Dictionary of Greek

  • καρύδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51… …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”